- προσεφιλοκάλησε
- προσφιλοκαλέωadd from a love of splendouraor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφιλοκαλώ — έω, Α 1. διακοσμώ κάτι με καλαισθησία («ἀναθήματα καὶ βιβλιοθήκας καὶ τὴν... κατοικίαν τοῡ Περγάμου... ἐκεῑνος προσεφιλοκάλησε», Στράβ.) 2. (για καλλιτέχνη) αγαπώ την ομορφιά («ἤδη δέ τινες καὶ προσφιλοκαλοῡντες», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * +… … Dictionary of Greek